ἀντιτάσσεται

ἀντιτάσσεται
ἀντιτάσσω
set opposite to
pres ind mp 3rd sg
ἀντιτάσσω
set opposite to
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντεισαγωγή — η (AM ἀντεισαγωγή) νεοελλ. η εισαγωγή προϊόντος σε αντικατάσταση άλλου το οποίο έχει εξαχθεί αρχ. μσν. η αντικατάσταση (συνήθως η τοποθέτηση ενός όρου στη θέση άλλου όρου ή φράσης) αρχ. (Ρητορ.) σχήμα κατά το οποίο σ’ ένα γενικό ισχυρισμό… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • εναντιοδύναμος — ἐναντιοδύναμος, ον (AM) μσν. αυτός που αντιτάσσεται προς κάποιον αρχ. αυτός που έχει αντίθετη δύναμη ή σημασία, είναι αντίθετης δύναμης ή ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • επιτείχισμα — το (Α ἐπιτείχισμα) [επιτειχίζω] οχύρωμα, αμυντικό έργο («εἰς τὸ ἐπιτείχισμα τὸ ἐν Ἐρετρίᾳ», Θουκ.) νεοελλ. τεχνικό έργο σε σιδηροδρομική γραμμή αρχ. 1. φραγμός, εμπόδιο, κώλυμα («ἐπιτείχισμα πρὸς τὸ μηδ’ ὁ τιοῡν παρακινεῑν», Δημοσθ.) 2. οτιδήποτε …   Dictionary of Greek

  • ιμματεριαλισμός — ο (φιλοσ.) 1. η μεταφυσική θεωρία τού Αγγλοϊρλανδού φιλοσόφου Τζων Μπέρκλυ, η οποία αντιτάσσεται στον ματεριαλισμό 2. (κατ επέκτ.) α) η αντίληψη κατά την οποία ο κόσμος είναι αποκλειστικά πνευματικός β) η αντίληψη για το ασώματο τής ψυχής …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ξενοφανής — I (β’ μισό 6ου αι. π.Χ. – α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Ποιητής και φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κολοφώνα της Μικράς Ασίας. Φεύγοντας από την πατρίδα του μετά την περσική κατάκτηση, ταξίδεψε πολύ ασκώντας το επάγγελμα του ραψωδού και εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”